Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

καὶ εὐσχημοσύνη

См. также в других словарях:

  • ευσχημοσύνη — η (ΑΜ εὐσχημοσύνη) η ευπρεπής εμφάνιση και συμπεριφορά, η κοσμιότητα, η σεμνότητα αρχ. καλή περιποίηση, ευπρεπής διατήρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < εύσχημος + κατάλ. οσύνη (πρβλ. δίκαιος > δικαιοσύνη, καλός > καλοσύνη)] …   Dictionary of Greek

  • ευσχήμων — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Διετέλεσε επίσκοπος στη Λάμψακο της Μικράς Ασίας. Η μνήμη του τιμάται στις 14 Μαρτίου. * * * εὐσχήμων, ον (ΑΜ) 1. αυτός που έχει ωραίο σχήμα, ωραία εμφάνιση 2. ευπρεπής, κόσμιος στην εμφάνιση και στη… …   Dictionary of Greek

  • ευσχημονολογώ — εὐσχημονολογῶ, έω (Α) μιλώ με ευσχημοσύνη, με σεμνότητα και αξιοπρέπεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευσχήμων, μονος + λογώ (< λόγος), πρβλ. ετυμο λογώ, υμνο λογώ] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»