-
1 εὐ-αρμοστία
εὐ-αρμοστία, ἡ, gute Verbindung, das Uebereinstimmen, die Angemessenheit, καὶ εὐσχημοσύνη Plat. Rep. III, 400 d; τρόπων Dem. 61, 19; μὴ μόνον τοῖς λεγομένοις, ἀλλὰ καὶ ταῖς τούτων εὐαρμοστίαις συμπείϑειν τοὺς ἀκούοντας, nicht bloß durch den Inhalt, sondern durch den angemessenen Vortrag u. die dazu gehörigen Aeußerlichkeiten überreden, Isocr. 15, 189; Sp, z. B. Plut. Pomp. 1, εὐαρμ. πρὸς ἔντευξιν, Freundlichkeit.
-
2 εὐ-λογία
εὐ-λογία, ἡ, 11 das Loben, der Ruhm, φόρ-μιγγι συνάορος Pind. N. 4, 5, öfter; εὐλογίαις νᾶσον σαίνειν I. 5, 19; ἄξιος εὐλογίας πολλῆς Ar. Pax 738; ὑμνῆσαι δι' εὐλογίας ϑέλω Eur. Herc. Für. 356; Thuc. 2, 42 u. sonst in Prosa. – 2) schöner Ausdruck, schöne Sprache, καὶ εὐαρ-μοστία καὶ εὐσχημοσύνη Plat. Rep. III, 400 d; πολλὴν τὴν εὐλογίαν ἐπιδεικνύμενος, neben εὔ. λεξις, Luc. Lexiph. 1; im plur., schöne Redensarten, Aesop. 229. – 3) das Segnen, der Segen, N. T. u. K. S. – 41 bei Cic. Attic. 13, 22 was vernünftiger Weise gesagt werden kann, Wahrscheinlichkeit.
-
3 καταστολή
καταστολ-ή, ἡ,2 modesty, reserve, Hp.Decent.5,8; moderation, κ. περιβολῆς in dress, Plu.Per.5: abs., dignity, restraint,κ. καὶ εὐσχημοσύνη Inscr.Prien. 109.186
(ii B.C.), cf. Aristeas 284;ἡ τοῦ βίου σώφρων κ. IGRom. 4.1756.66
(Sardes, i B.C.), cf. Arr.Epict.2.10.15, 21.11, Porph.Abst. 4.6.3 conclusion, 'finale', Mim.Oxy.413.95; δράματος Sch.Ar. Pax 1203; remission,τῆς ὀδύνης Orib.Fr.74
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταστολή
-
4 εὐσχημόνως
εὐσχημόνως adv. (s. prec. entry; Aristoph., Vesp. 1210; X., Mem. 3, 12, 4, Cyr. 1, 3, 8 al.; Epict. 2, 5, 23; SIG 598e, 5 al.; 717, 14; TestSol 8:7; Jos., Ant. 15, 102)① pert. to being proper in behavior, decently, becomingly εὐ. περιπατεῖν behave decently Ro 13:13 (as of one properly attired; s. εὐσχημοσύνη); 1 Th 4:12 (SIG 1019, 7ff ἀναστρέφεσθαι εὐ.).② pert. to being appropriate, correctly πάντα εὐ. καὶ κατὰ τάξιν γινέσθω everything is to be done in the right way and in order (orderly sequence?) 1 Cor 14:40 (SIG 736, 42 εὐ. πάντα γίνηται; Ael. Aristid. 46 p. 364 D.: εὐ. καὶ τεταγμένως [i.e. ταῦτα ἐπράττετο]).—New Docs 2, 86. M-M. Spicq.
См. также в других словарях:
ευσχημοσύνη — η (ΑΜ εὐσχημοσύνη) η ευπρεπής εμφάνιση και συμπεριφορά, η κοσμιότητα, η σεμνότητα αρχ. καλή περιποίηση, ευπρεπής διατήρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < εύσχημος + κατάλ. οσύνη (πρβλ. δίκαιος > δικαιοσύνη, καλός > καλοσύνη)] … Dictionary of Greek
ευσχήμων — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Διετέλεσε επίσκοπος στη Λάμψακο της Μικράς Ασίας. Η μνήμη του τιμάται στις 14 Μαρτίου. * * * εὐσχήμων, ον (ΑΜ) 1. αυτός που έχει ωραίο σχήμα, ωραία εμφάνιση 2. ευπρεπής, κόσμιος στην εμφάνιση και στη… … Dictionary of Greek
ευσχημονολογώ — εὐσχημονολογῶ, έω (Α) μιλώ με ευσχημοσύνη, με σεμνότητα και αξιοπρέπεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευσχήμων, μονος + λογώ (< λόγος), πρβλ. ετυμο λογώ, υμνο λογώ] … Dictionary of Greek